Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Ερωτική προτροπή (εικονοποίηση)




Θάλασσα γίνε
Το απρόσμενο εξαίφνης
Ρίγος να κάνεις
Κι έπειτα
Κύμα
Το διάφανο γλαυκό
Λευκό
Να οργώνει
.
Να χεις δελφίνια
Τρίτωνες
Κοχύλια
Και αστέρια

Κι ίσως
-κάπου βαθύτερα-
μια γοργόνα.

Πιο τρομερή
κι από την ομορφιά
την ίδια.


Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Αυγερινό της θάλασσας (Ποίημα)


Η εικόνα ίσως περιέχει: νερό, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση



Φωτοζωεί
η θάλασσα
Χιλιάδες χρόνια τώρα
Νιούτσικο
-Αγέννητο λες-
Αιώνιο

Και σε κερνάει
Αυγερινό κι αρμύρα
Όπως
Μύθο και Σώμα
την κέρασαν
η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος
Κάποτε.

Κι ένα αθρόιστο
Χορταράκι
-Να-
Σου κρατάει τον ρυθμό
Να πεις/ το δικό σου
Μικρό τίποτα.

Που είναι όμως
Το βιος σου
Όλο




~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Παλιότερο 
 - σχεδόν νεανικό...

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Το θάμα. (εικονοποίηση)



Κι αν δεν κοτάς εσύ
Το θάμα
Άστο και θα ‘ρθει μόνο του
Καβάλα σε μια νεροσταγόνα
Που χρυσό γαλάζιο κι όνειρο σύναζε πικρό
Απ’ τ’ αύριο ως τα σήμερα
Η μια μικρή αχιβάδα
Που κάποτε μπορεί να γεννήσει
Μια Αφροδίτη






ή και έτσι:


Κι αν δεν κοτάς εσύ
Το θάμα
Άστο και θα ‘ρθει μόνο του
Καβάλα σε μια νεροσταγόνα
Που χρυσό γαλάζιο κι όνειρο σύναζε πικρό
Απ’ τ’ αύριο ως τα σήμερα
Η μια γυμνή αχιβάδα
Που κάποτε στο χέρι της μπορεί
Να κρατήσει

Μια μικρή Αφροδίτη

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Λυμνός ουρανός. (εικονοποίηση)


Μεγάλη Τετάρτη 2019

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονοποίηση


* Λυμνός = γυμνός

** Λύθρος = λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α)
1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.)
2. κηλίδα από τέτοιο αίμα

*** Λυπρός
1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος
2. ευτελής, πενιχρός
αρχ.
1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος
2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός
3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός
4. (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί, ενοχλητικός, δυσάρεστος («κρείσσων νομισθεὶς λυπρὸς ἐν πόλει φανεῑ», Ευρ.)
5. (για καταστάσεις·) αυτός που προξενεί λύπη ή ενόχληση, λυπηρός, θλιβερός, πικρός («καὶ μὴν ἐγώ σοι πένθος ὡς φίλος φίλῳ λυπρὸν συνοίσω τῆσδε», Ευρ.).

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019